- ψευδαργυρούχος
- -α, -οαυτός που περιέχει ψευδάργυρο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψευδαργυρούχος — α, ο, Ν (για μέταλλα ή πετρώματα) αυτός που περιέχει ψευδάργυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδάργυρος + ούχος*. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπ. Μηλιαράκη] … Dictionary of Greek